Ορισμός: Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
Η Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) ανήκει στις διαταραχές εξωτερίκευσης, πρόκειται για μία πολυπαραγοντική νευροβιολογική διαταραχή με ηλικία έναρξης την παιδική ηλικία (πριν την ηλικία των 7 ετών) με ενδείξεις από την βρεφική ηλικία. Συνήθως, η ΔΕΠΥ εκδηλώνεται μέσα από υπερκινητικές, απρόσεκτες και παρορμητικές συμπεριφορές και η συμπτωματολογία της διαταραχής μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει και στην ενήλικη ζωή του ατόμου. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν τα συμπτώματα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά κατά την παιδική ηλικία (Πεχλιβανίδης και συν., 2012).
Επίσης, στα πρώτα χρόνια του σχολείου τα παιδιά είναι ατίθασα, δραστήρια και λίγο αφηρημένα χαρακτηριστικά που συνάδουν με το αναπτυξιακό στάδιο της φυσιολογικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, τα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν θα πρέπει να συγχέονται απόλυτα με την ύπαρξη της διαταραχής ΔΕΠΥ. Έτσι, για τη διάγνωση χρειάζεται να είναι κανείς πολύ προσεκτικός λαμβάνοντας υπόψιν το αναπτυξιακό στάδιο, τη σοβαρότητα, το πλαίσιο, την ένταση, τη διάρκεια των συμπτωμάτων που προκαλούν έντονη δυσφορία και δυσλειτουργία στο άτομο (Kring et al., 2010).
Ενδείξεις και Συμπτωματολογία
Η συμπτωματολογία της ΔΕΠΥ χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα δυσλειτουρικών συμπεριφορών. Συγκεκριμένα, τα συμπτώματα χωρίζονται σε πρωτογενή-βασικά και δευτερογενή. Στα βασικά – πρωτογενή συμπτώματα εντάσσονται η διάσπαση της προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα (Wenar & Kerig, 2008). Από την άλλη, τα δευτερογενή δεν εμφανίζονται υποχρεωτικά σε όλα τα παιδιά με ΔΕΠΥ, συνδέονται με αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου και σχετίζονται με μαθησιακές δυσκολίες, ευερεθιστικότητα, έλλειψη αναστολών στις κοινωνικές σχέσεις, συναισθηματική αστάθεια και αδεξιότητα στις κινήσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία υπάρχουν τρεις τύποι κατηγοριοποίησης συμπτωμάτων: α) τύπος με χαρακτηριστικό τις δυσκολίες στην προσοχή (τύπος απροσεξίας) , β) τύπος με χαρακτηριστικό την παρορμητικότητα – υπερκινητικότητα, γ) συνδυασμένος τύπος (Kring et al., 2010; Wilmshurst, 2011).
Α) τύπος με δυσκολίες στην προσοχή- ελλειμματικής προσοχής.
Ο τύπος αυτός συναντάται συχνά στα παιδιά της σχολικής ηλικίας, διαγιγνώσκεται πιο σπάνια επειδή είναι λιγότερο ορατός και εκδηλώνεται με προβλήματα συμπεριφοράς που παρουσιάζει το παιδί στο σχολείο (Wilmshurst, 2017). Σε αυτό τον τύπο το παιδί:
- δεν μπορεί να συγκεντρωθεί,
- δεν ακούει,
- δεν δίνει σημασία σε λεπτομέρειες,
- ξεχνάει σχολικές εργασίες / καθημερινές δραστηριότητες
- δυσκολία στην οργάνωση
- δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις οδηγίες,
- χάνει πράγματα,
- αποφεύγει εργασίες που χρειάζονται συστηματική πνευματική προσπάθεια
- κάνει λάθη απροσεξίας
- εύκολη διάσπαση προσοχής από εξωτερικά ερεθίσματα (Κουμούλα, 2012).
Β) Τύπος υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας
Σε αντίθεση με τον προηγούμενο, ο τύπος αυτός συναντάται συνήθως σε παιδιά μικρότερης ηλικίας που εμφανίζουν έντονη υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά. Στον τύπο της υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας το παιδί:
Υπερκινητικότητα
- δυσκολεύεται να μείνει καθισμένο
- κουνάει χέρια, πόδια, στριφογυρίζει στην καρέκλα
- τρέχει εδώ κι εκεί και σκαρφαλώνει (σε περιστάσεις που δεν το να απαιτούν)
- δυσκολεύεται να παίζει ήσυχα/ δεν μπορεί να συμμετέχει ήσυχα στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου
- μιλάει συνέχεια
- σηκώνεται όταν δεν επιτρέπεται
- δεν ακολουθεί τους κανόνες στα παιχνίδια (Πεχλιβανίδης και συν., 2012)
Παρορμητικότητα
- κοιτάζει συνέχεια γύρω του, πειράζει άλλους
- διακόπτει – ενοχλεί τους άλλους
- μιλάει υπερβολικά
- απαντάει βιαστικά χωρίς να ολοκληρωθεί η ερώτηση
- δυσκολεύεται να περιμένει στη σειρά
- έλλειψη υπομονής
- υπερβολικό θάρρος (Κουμούλα, 2012; Πεχλιβανίδης και συν., 2012).
Γ) Συνδιασμένος τύπος
Στον τύπο αυτό τα παιδιά πληρούν κριτήρια και για τους δύο τύπους και αποτελείται από ένα συνδυασμό συμπτωμάτων. Για τον λόγο αυτό, η κλινική εικόνα είναι αρκετά περίπλοκη.
Αναπτυξιακά στάδια και ΔΕΠΥ
Τα συμπτώματα της διαταραχής ποικίλουν ανάλογα το αναπτυξιακό στάδιο. Η προσχολική ηλικία θα μπορούσε να αποτελέσει το αρχικό σημείο μίας ενδεχόμενης διάγνωσης ΔΕΠΥ λειτουργώντας και ως κατώτερο όριο της ανίχνευσής της (Wenar & Kerig, 2008; Κουμούλα, 2012). Συγκεκριμένα, τα παιδιά προσχολικής με φυσιολογική ανάπτυξη είναι προσανατολισμένα προς το έργο που πρέπει να κάνουν, το ελέγχουν, συνεργάζονται και συμμετέχουν σε δραστηριότητες με τους συνομήλικους. Οι αποκλίσεις από την αναμενόμενη συμπεριφορά μπορούν να αποτελούν μέρος της φυσιολογικής ανάπτυξης εξαιτίας προσωρινών δυσκολιών στην προσαρμογή ή στο χαρακτήρα. Ωστόσο, οι βασικές ενδείξεις της διαταραχής σχετίζονται με τη σοβαρότητα, συχνότητα, διάρκεια των προβληματικών συμπεριφορών. Από την άλλη, τα παιδιά με ΔΕΠΥ δεν μπορούν να παίξουν ήσυχα, δυσκολεύονται να διατηρήσουν την προσοχή τους και να συνεργαστούν με άλλους, δεν συμμορφώνονται στις απαιτήσεις των ενηλίκων και διαθέτουν λιγότερες κοινωνικές δεξιότητες σε σχέση με τους συνομηλίκους (Wenar & Kerig, 2008). Ωστόσο, είναι δύσκολο να εντοπιστεί ένα παιδί με ΔΕΠΥ γιατί οι συμπεριφορές σε αυτό το στάδιο είναι κυρίως υπερκινητικές-παρορμητικές και σπάνια κάποια δραστηριότητα χρειάζεται τη διατήρηση της προσοχής τους.
Στην σχολική ηλικία τα παιδιά με φυσιολογική ανάπτυξη χαρακτηρίζονται από αυτοέλεγχο, συνεργασία εντός σπιτιού και στο σχολείο, προσανατολισμός στο έργο, έλεγχος κατάλληλων-ανάρμοστων συμπεριφορών. Ωστόσο, σοβαρές ενδείξεις ανησυχίας για ύπαρξη ψυχοπαθολογίας αποτελούν η αδυναμία του παιδιού να ακολουθεί ρουτίνες και η διαταρακτική συμπεριφορά στο σπίτι και στο σχολείο (Wenar & Kerig, 2008).
Οι συγκρούσεις για τα παιδιά με ΔΕΠΥ συνεχίζουν με τους συνομηλίκους και τα παιδιά θεωρούνται από τους άλλους λανθασμένα ως τεμπέλικα και χωρίς κίνητρα. Επίσης, την περίοδο αυτή αυξάνεται η συννοσηρότητα και την υπερκινητική-παρορμητική συμπεριφορά την συμπληρώνει τώρα η διάσπαση της προσοχής, η οποία (σε αντίθεση με την υπερκινητική-παρορμητική συμπεριφορά που μειώνεται) μένει σταθερή σε όλη την παιδική ηλικία (Κουμούλα, 2012). Δυσκολίες στον ύπνο, αυξημένος κίνδυνος ατυχημάτων, ενούρηση είναι ορισμένα συμπτώματα, τα οποία στην εφηβεία μειώνονται και η εκδήλωση των συμπτωμάτων αλλάζει. Περίπου το 50%-80% των παιδιών συνεχίζουν να έχουν ΔΕΠΥ και στην εφηβεία, η σχολική επίδοση μένει χαμηλή, συνεχίζουν οι συγκρούσεις με τους γονείς και είναι πιθανή η εμπλοκή τους σε δραστηριότητες υψηλού κινδύνου όπως κάπνισμα, χρήση ουσιών (Wenar & Kerig, 2008).
Αιτιολογία της ΔΕΠΥ
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν τα αίτια της διαταραχής. Αρχικά, το νευροβιολογικό μοντέλο υποστηρίζει ότι γενετικοί παράγοντες σχετίζονται με παράγοντες επικινδυνότητας ή ανθεκτικότητας για την εμφάνιση της διαταραχής . Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με έρευνες περίπου το 50% ατόμων με ΔΕΠΥ έχουν έναν συγγενή με τη διαταραχή με τη κληρονομικότητα να αγγίζει το 80%. Επιπλέον, τα άτομα αυτά παρουσιάζουν δομικές, βιοχημικές διαφορές στον εγκέφαλο. Η δυσλειτουργία του εγκεφάλου εντοπίζεται κυρίως στον μετωπιαίο λοβό, έλικα προσαγωγίου, βασικά γάγγλια ενώ οι εκτελεστικές λειτουργίες και οι νευροβιβαστές συμβάλλουν στη εμφάνιση και διατήρηση των συμπτωμάτων (Heward, 2009; Wilmshurst, 2011).
Επιπρόσθετα, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαταραχή. Προγεννητικοί, περιγεννητικοί και μεταγεννητικοί παράγοντες συμβάλλουν ώστε το άτομο να εμφανίσει ΔΕΠΥ. Για παράδειγμα, η χρήση αλκοόλ και νικοτίνης από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, λοιμώξεις, επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό αυξάνουν πολύ τις πιθανότητες εμφάνισης της διαταραχής στο παιδί (Safren, et al., 2005; Stickley, et al., 2017; Willcutt, 2005). Από την άλλη μεριά, στις ψυχοκοινωνικές θεωρίες, το μοντέλο του Barkley τονίζει ότι το άτομο με ΔΕΠΥ δυσκολεύεται να εμποδίσει τις αυθόρμητες αντιδράσεις εξαιτίας της δυσλειτουργίας των γνωστικών μηχανισμών που σχετίζονται με τον έλεγχο μιας πράξης Επίσης, αναφέρει την ύπαρξη δύο ειδών διάσπασης προσοχής: τη διατήρηση και την επιλεκτικότητα της προσοχής.
Είναι φανερό ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση της διαταραχής, αλλά δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια εκείνους που σχετίζονται με τα συμπτώματα ούτε τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες επηρεάζεται η εμφάνισή τους.
Συγγραφέας: Κωνσταντίνα Πετρίδου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια