Η Παιγνιοθεραπεία ως Θεραπευτικό Μέσο για Παιδιά
Η μη επαρκής λεκτική έκφραση των συναισθημάτων στην παιδική ηλικία οδήγησε τους ειδικούς στη χρήση του παιχνιδιού ως θεραπευτικό μέσο. Η παιγνιοθεραπεία αναφέρεται σε μία διαπροσωπική σχέση, με το θεραπευτή να βοηθάει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του παιδιού σε συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο, συμβάλλοντας στην απόκτηση νέων, πιο αποτελεσματικών, δεξιοτήτων (Donald et al., 2015; Porter et al., 2009).
Κατευθυνόμενη και Μη Κατευθυνόμενη Παιγνιοθεραπεία
Η παιγνιοθεραπεία απαρτίζεται από ένα σύνολο προσεγγίσεων χαρακτηρίζοντας την ως κατευθυνόμενη και μη. Συγκεκριμένα, στην κατευθυνόμενη συναντάει κανείς προσεγγίσεις όπως τη Ψυχανάλυση, την Αντλεριανή, Gestalt, την Γνωστική- Συμπεριφορική, Οικοσυστημική ενώ στη μη κατευθυνόμενη εντάσσεται η Παιδοκεντρική και η Υπαρξιακή (Rasmussen & Cunningham, 2008).
Αρχικά, σε παιδιά με δυσκολίες στην επικοινωνία έχει φανεί ότι η μη κατευθυνόμενη παιγνιοθεραπεία είναι αρκετά αποτελεσματική, με την πλήρη αποδοχή του εαυτού του θεραπευόμενου χωρίς αξιολογήσεις και την έντονη πίεση για αλλαγή (LaBauve et al., 2018). Με άλλα λόγια, το παιχνίδι αποτελεί ένα μέσο αυτοέκφρασης, φέρνοντας τα συσσωρευμένα συναισθήματα του παιδιού στην επιφάνεια, παρέχοντας του τη δυνατότητα αντιμετώπισης και απόκτησης ελέγχου. Έτσι, τα βασικά χαρακτηριστικά της συνδέονται με το ρόλο του παιγνιοθεραπευτή, το δομημένο περιβάλλον και την ενεργή συμμετοχή του ενήλικα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μέσω της μίμησης και της χρήσης λεκτικών σχολίων. Από την άλλη μεριά, στην κατευθυνόμενη ο θεραπευτής μαζί με το παιδί επιλέγει δραστηριότητες, και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συμμετέχουν και οι γονείς με τη χρήση και άλλων μέσων πέρα των παραδοσιακών (Συντήλα & Αγγελή, 2017).
Διαφορές Ανάμεσα στην Κατευθυνόμενη και Μη Κατευθυνόμενη Παιγνιοθεραπεία
Οι διαφορές ανάμεσα στην κατευθυνόμενη με τη μη κατευθυνόμενη σχετίζονται με τη βασική φιλοσοφία, το ρόλο του θεραπευτή, τη σχέση ανάμεσα στον θεραπευτή και στο θεραπευμένο, τη χρήση τεχνικών-στρατηγικών, την κατεύθυνση της αλλαγής του παιδιού, τα στάδια και τους στόχους της θεραπείας. Πιο αναλυτικά, ως προς τη 1) Βασική φιλοσοφία: Στην κατευθυνόμενη το παιδί είναι φοβισμένο, χρειάζεται ασφάλεια, βλέπει τον εαυτό του με υποκειμενικό τρόπο, οι συμπεριφορές και τα συναισθήματα καθορίζονται από τις σκέψεις για τον εαυτό του και τον κόσμο, τα συστήματα αλληλεπιδρούν, αλλάζοντας και επηρεάζοντας την ανάπτυξη του ατόμου. Στην μη κατευθυνόμενη, το παιδί θεωρείται ως άξιο σεβασμού και ως αξιόλογο ον (LaBauve et al., 2018; Porter et al., 2009).
2) Ο Ρόλος του θεραπευτή: κατευθυνόμενος και μη κατευθυνόμενος. Ο θεραπευτής μπορεί είτε να έχει τον ενεργό ρόλο της καθοδήγησης και της ερμηνείας είτε να αποτελεί απλά το συναισθηματικό καθρέφτη του παιδιού που αντανακλά τόσο τον συναισθηματικό όσο και το συμπεριφορικό του κόσμο.
3) Σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου: Στην κατευθυνόμενη τονίζεται μία συμμαχική, ισότιμη, συνεργατική, δημιουργική, ευέλικτη σχέση, μία σχέση εμπιστοσύνης. Στη μη κατευθυνόμενη η σχέση είναι γνήσια, αποδεκτή, αυθεντική. (LaBauve et al., 2001).
4) Χρήση τεχνικών: Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται διαφοροποιούνται τόσο μεταξύ κατευθυνόμενης και μη όσο και μεταξύ των ίδιων των εσωτερικών προσεγγίσεων που τις απαρτίζουν.
5) Κατεύθυνση αλλαγής: Η αλλαγή είναι ενδοπροσωπική και στις δύο, το άτομο αποβλέπει στην εσωτερική του αλλαγή εκτός από την ΓΣ παιγνιοθεραπεία- κατευθυνόμενη που είναι διαπροσωπική. Το παιδί αποκτάει ένα σύνολο από δεξιότητες όπως ενόραση, απόκτηση γνωστικής κατανόησης, αναγνώριση δυσλειτουργικών πεποιθήσεων (LaBauve et al., 2001). Στη μη κατευθυνόμενη η σχέση με το θεραπευτή είναι αυτή που βοηθάει στην αυτοπραγμάτωση και στο αίσθημα της ελευθερίας καθώς και στην αποδοχή της μοναδικότητας του.
6) Στάδια θεραπείας: Ύπαρξη μίας σειράς σταδίων που διαφοροποιούνται ως προς τον αριθμό τους στην κατευθυνόμενη. Αντίθετα, στη μη κατευθυνόμενη δεν υπάρχουν στάδια.
7) Στόχοι θεραπείας: Η ασυνέπεια των στόχων ως προς τη φιλοσοφική τους προσέγγιση εντοπίζεται στη μη κατευθυνόμενη σε αντιδιαστολή με την κατευθυνόμενη.
Χρήση Παιχνιδιού στη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία
Για τον κλινικό πληθυσμό η Γνωστική-Συμπεριφορική είναι μία προσέγγιση που ενδείκνυται καθώς είναι αρκετά αποτελεσματική σε αντιδιαστολή με άλλες προσεγγίσεις όπως την ψυχανάλυση που εστιάζει στο ασυνείδητο ή την οικοσυστημική που εμβαθύνει στην αλληλεπίδραση των συστημάτων. Η ΓΣΘ εστιάζει στο παρόν του ατόμου, στο <> καθώς στοχεύει στην άμεση τροποποίηση της δυσλειτουργικής σκέψης. Σύμφωνα με τη ΓΣΘ, οι αυτόματες αρνητικές σκέψεις του ατόμου επηρεάζουν αρνητικά το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του. Έτσι, ο στόχος της θεραπείας είναι να σπάσει ο φαύλος κύκλος μέσω της τροποποίησης της δυσλειτουργικής σκέψης επιτυγχάνοντας αλλαγή στις σωματικές, συναισθηματικές συμπεριφορικές αντιδράσεις του ατόμου, μειώνοντας παράλληλα το αίσθημα δυσφορίας και συμβάλλοντας στη λειτουργικότητα του (Beck, 2021).
Αρχικά, το παιχνίδι χρησιμοποιήθηκε ως θεραπευτικό μέσο το 1920. Η χρήση του στη ΓΣΘ μπορεί να συμβάλλει στη γνωστική αναδόμηση του παιδιού με έμμεσο τρόπο καθώς τα παιδιά κυρίως σε μικρές ηλικίες δεν εκφράζονται λεκτικά συναισθηματικά, και δεν διαθέτουν κάποιο κίνητρο συμμετοχής στη συνεδρία. Ωστόσο, μέσα από το παιχνίδι μπορεί να αυξηθεί το κίνητρό τους, η καλή θεραπευτική σχέση να διατηρηθεί μέσω της διευκόλυνσης της επικοινωνίας, να υπάρξει συναισθηματική ευεξία, η ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων και αισθημάτων επάρκειας, ελέγχου, αυτορρύθμισης (Συντήλα & Αγγελή, 2017). Ο συνδυασμός ΓΣΘ και ΠΘ θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά τα παιδιά και τους εφήβους που εμφανίζουν ένα σύνολο διαταραχών που προκαλούν έντονη δυσφορία και δυσλειτουργία στην καθημερινή τους ζωή. Επιπλέον, η ΓΣΠΘ είναι δομημένη, κατευθυνόμενη προσανατολισμένη στο στόχο, με το θεραπευτή μαζί με τους γονείς να βοηθούν το παιδί να πετύχει τους στόχους ενώ παράλληλα όλοι μαζί τους καθορίζουν. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στη ΓΣΘ τροποποιούνται σύμφωνα με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, προκειμένου να ανταπεξέρχεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του. Γι’ αυτό το λόγο, ο θεραπευτής χρειάζεται να χειρίζεται ένα σύνολο τεχνικών και παιχνιδιών προκειμένου να επιλέξει το πιο κατάλληλο ανάλογα την περίπτωση. Το παιδί μέσα από το παιχνίδι εκπαιδεύεται σ’ένα σύνολο δεξιοτήτων που μπορεί να τις γενικεύσει έξω από τη θεραπεία προκειμένου να αντιμετωπίσει τις καθημερινές δυσκολίες. Βέβαια, υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες είναι ελκυστικές σε όλες τις ηλικιακές ομάδες όπως είναι το παιχνίδι ρόλων, η ζωγραφιά, το σχέδιο.
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας, η ΓΣΘ εστιασμένη στο παρόν θεωρώ οτι είναι πιο αποτελεσματική συγκριτικά με τις άλλες προσεγγίσεις αφού προσπαθεί να μειώσει άμεσα τη δυσφορία του ατόμου, τροποποιώντας το τρόπο σκέψης του, εκπαιδεύοντάς το σε νέες δεξιότητες τις οποίες θα μπορέσει να εφαρμόσει στη ζωή του. Η βραχύχρονη θεραπεία συμβάλλει ώστε τα αποτελέσματα να είναι σχετικά άμεσα και το χρονικό διάστημα διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο κυρίως για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν κάποιο ελκυστικό κίνητρο να συνεχίσουν τη θεραπεία και να διατηρήσουν τη θεραπευτική σχέση. Ωστόσο, μέσα από το παιχνίδι η διαδικασία της θεραπείας γίνεται πιο ευχάριστη στα μάτια τους, η αλλαγή στη συμπεριφορά τους γίνεται άμεσα αντιληπτή και ο βαθμός της δυσλειτουργικότητας τους μειώνεται σημαντικά.
Συγγραφέας: Κωνσταντίνα Πετρίδου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια